Μαθήματα αγάπης συνέχεια Σελίς 5

Σελίς 5                                  
                                              πιθεώρηση
να βράδυ ἡ Λία, τὴν πῆρε μαζί της στὸ θέατρο. Ἀναγκαστικὰ πῆραν καὶ τὴν μικρή, δὲν εἶχαν ποῦ νὰ τὴν ἀφήσουν. Ἡ Λία ἀγαποῦσε τὴν μικρή, γιατί ἦταν μόνη. Οὔτε ἄντρα, οὔτε παιδί, οὔτε σκυλί, ὅπως ἔλεγε, μὰ οὔτε αὐτὴ εἶχε χρόνο  νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ μωρά… Πῆγαν στὰ «ΑΣΤΡΑ» στὸ σταθμὸ Λαρίσης.
Ὑπαίθριο θέατρο, καλοκαίρι ἦταν. Εἶχε ἐπιθεώρηση! Χόρευαν, τραγουδοῦσαν καὶ στῆς μικρῆς τὸ μυαλό, ἐντυπώθηκε ἕνα σκέτς, τῆς χοντρῆς καὶ τοῦ Ζαχαρία καὶ ἕνα τραγουδάκι. « Ποιὸς θὰ πάει γιὰ δουλειά; Ὁ Τζουτζοῦκος μου! Καὶ ποιὸς θὰ πάει ἄτα; Ἡ Τζουτζούκα σου, καλὲ καὶ σγουρὲ βασιλικέ.» Τὸ μουρμούραγε καθὼς γύριζαν μὲ τὰ πόδια στὸ σπίτι.
Ἡ Λία καὶ ἡ Χρυσούλα μιλοῦσαν χαρούμενες, σχολιάζοντας ὅσα εἶχαν δεῖ!
Γυρίζοντας στὸ σπίτι ἡ πόρτα ἦταν ἀνοιχτὴ κι ὁ Γιῶργος, πεσμένος, ἀνήμπορος, στὸ σιδερένιο κρεβάτι. Δίπλα του, μία στραβωμένη τσίγκινη λεκάνη, γεμάτη αἷμα. Εἶχε πάθει γαστρορραγία. Ἐκεῖ ξέσπασε ἡ στεναχώρια κι ὅσα κατάπινε τόσο καιρό. Ἡ Χρυσούλα μόλις εἶδε τὴν λεκάνη θύμωσε. Ὀργισμένη ἄρχισε νὰ φωνάζει, νὰ βρίζει χτυπώντας ὅτι εὕρισκε μπροστά της, μὲ μανία. Νὰ τὸν πλησιάσει, οὔτε ποῦ τὸ σκέφθηκε! Πανικοβλήθηκε, ἡ ζωὴ τῆς κινδύνευε. Αὐτὸ τῆς ἔλειπε τώρα, νὰ εἶναι κι αὐτὸς ἄρρωστος ἄρα ἄχρηστος καὶ μπελάς. Τί νὰ τὸν κάνει; Ποιὸς ἔχει ὄρεξη νὰ ἀσχοληθεῖ μαζί του;
Ἕνα κατσαρόλι μὲ λαπά, τάχα ἀναποδογυρισμένο ἔφερε τὴν ὁλικὴ καταστροφή!
«Ἄφησες τὶς γάτες, νὰ φᾶνε τὸ φαΐ τοῦ παιδιοῦ; Ἐπίτηδες τὸ ἔκανες…» Ἔλεγε, ἔλεγε, φώναζε ἀσταμάτητα, λὲς καὶ τὴν ἔπνιγε τὸ ὄψιμο μητρικὸ φίλτρο!
Ἡ μικρὴ εἶχε πάει κοντὰ στὸν Γιῶργο, τὸν χάιδεψε παρατηρώντας μὲ δέος τὸ αἷμα στὴ λεκάνη. Καταλάβαινε ἀσυναίσθητα ὅτι ὁ μπαμπὰς ἦταν ἄρρωστος.
Ξαφνικὰ μὲ ὅση δύναμη τοῦ ἀπόμεινε, πετάχτηκε ὄρθιος! Ξεπέρασε τὰ ὅριά του, ἀκούγοντας ὅσα ἔλεγε ἡ Χρυσούλα καὶ ἄρχισε νὰ τὴν δέρνει. Βάραγαν καὶ οἱ δύο μὲ λύσσα.  Μίσος, θυμός, προδοσίες ὀνείρων καὶ προσδοκιῶν χτυπιόντουσαν ἀλύπητα. Ἕνα ἡφαίστειο ποῦ ἔβραζε μόλις εἶχε ἐκραγεῖ ἐκτοξεύοντας ἀκραία συναισθήματα. 
Ἡ μικρὴ μπῆκε ἀνάμεσά τους νὰ τοὺς χωρίσει. Μάταιος κόπος. Ἦταν πολὺ ἀδύναμη γιὰ κάτι τέτοιο. Βγῆκε στὴν αὐλὴ καὶ φώναξε βοήθεια.
Ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποῦ ἄκουγε δυνατὰ τὴν φωνή της. Ὅλοι εἶχαν βγεῖ στὶς πόρτες τους. Κοιτοῦσαν γελώντας ἱκανοποιημένοι. Ἀπολάμβαναν τὸ θέαμα ἀλλὰ ἀπὸ ἀπόσταση, σὰν νὰ τὸ περίμεναν ἀπὸ καιρό, σὰν νὰ ζητοῦσε δικαίωση τὸ δημόσιο αἴσθημα! Κάποτε ἐπιτέλους ἔπρεπε νὰ συμβεῖ κι εἶχε ἤδη ἀργήσει!
Ἔτρεξε πρὸς τὸν Σταῦρο. Ἀκουμπισμένος στὴ μισὴ πόρτα, γελοῦσε κι αὐτός, ἀδιαφορώντας στὴν ἔκκλησή της γιὰ βοήθεια.
Νόμιζε ὅτι ἦταν ἀόρατη. Θυμωμένη καὶ ἀπορημένη ἀπὸ τόση ἀδιαφορία, γύρισε ξανὰ γιὰ νὰ βοηθήσει. Χώθηκε ἀνάμεσά τους, ἀδιαφορώντας γιὰ τὰ χτυπήματα ποῦ ἔτρωγε κατὰ λάθος, τοὺς τραβοῦσε τὰ ροῦχα ἐκλιπαρώντας τους νὰ σταματήσουν.
Ὁ καυγᾶς τελείωσε ὅταν ὁ Γιῶργος σωριάστηκε λιπόθυμος στὸ κρεβάτι.
Ἡ μικρὴ ἔτρεξε κοντά του. Ἡ Χρυσούλα τὴν ἅρπαξε ἀπὸ τὸ χέρι σέρνοντας τὴν βίαια καὶ βγῆκαν ἀπ’ τὴν αὐλή, χωρὶς καν νὰ γυρίσει νὰ τὸν κοιτάξει.
Οἱ ἔνοικοι ἀδιάφοροι καὶ ἀμέτοχοι, παρατηροῦσαν ἀκόμα. Θὰ εἶχαν γιὰ καιρὸ νὰ λένε. Ἡ μίζερη ζωὴ τοὺς εἶχε βρεῖ ἐπιτέλους λίγο ἐνδιαφέρον!
Πῆγαν στὸ σπίτι τῆς γιαγιᾶς, τῆς κυρὰ Φῶτος, μὲ τὰ πόδια.
«Ἔλα νὰ πᾶμε νὰ πάρουμε τὰ πράγματά μου, ἐγὼ δὲν γυρίζω πίσω σ΄αὐτὸν» εἶπε στὴν μάνα της. Πῆραν ξανὰ τὸν ἴδιο δρόμο. Ἡ μικρὴ ἀκολουθοῦσε λίγα βήματα πιὸ πίσω μόνη. Κανένα χέρι δὲν τὴν κρατοῦσε.
Ὅταν ἔφτασαν, ὁ Γιῶργος ἦταν ἀκόμα στὴν ἴδια θέση. Κοιτοῦσε ἀμίλητος.
Ἔβαλαν πάνω σὲ ἕνα ντιβάνι τὰ λιγοστὰ  πράγματα τῆς Χρυσούλας, τὸ ἐπίασαν ἀπὸ  μία ἄκρη ἡ κάθε μία  καὶ βγῆκαν.
Ὅλη αὐτὴ τὴν ὥρα ἡ μικρὴ ἦταν δίπλα στὸν Γιῶργο, ὅμως αὐτὸς δὲν τὴν εἶδε. Κοιτοῦσε ἀδύναμος τὴν Χρυσούλα ποῦ μάζευε βιαστικὰ καὶ θυμωμένη τὰ ροῦχα της. Προσπαθοῦσε νὰ συνειδητοποιήσει τὴν ἀρχὴ τοῦ τέλους.
Ἡ μικρὴ ἐνοίωθε ἀόρατη, μέχρι ποῦ ἡ Χρυσούλα τὴν τράβηξε πάλι μὲ τὸν ἴδιο τρόπο βγαίνοντας. «Ἐσὺ μαζί μου!»
Τὶς ἀκολουθοῦσε, κρατώντας ἕνα κύπελλο στὸ στόμα σὰν βεντούζα.
Ἐκνευρισμένες αὐτές, ἔβριζαν τὸν Γιῶργο σ’ ὅλη τὴν διαδρομή, χωρὶς καν νὰ κοιτοῦν ἂν ἔρχεται ἡ μικρή. Εὐτυχῶς τὸ βάρος τοῦ ντιβανιοῦ, τὶς ἀνάγκαζε νὰ τὸ ἀφήνουν κάτω κάπου, κάπου. Ἔτσι τὶς προλάβαινε. Ἦταν πολὺ κουρασμένη, ἤθελε νὰ πέσει, ὅμως κρατιόταν μὲ τὸ ζόρι. Ἔπεσε μόνο ὅταν βρέθηκε στὸ σπίτι τῆς γιαγιᾶς. Χάθηκαν ὅλα ἀπὸ τὰ μάτια της.
                       Τὸ σπίτι τῆς Φῶτος
Στὸ ἴδιο σημεῖο ξύπνησε τὸ πρωὶ ἡ μικρή! Πεταμένη λὲς σὰν σακὶ μὲ πατάτες.
Ἢ Χρυσούλα δὲν ἦταν ἐκεῖ. Εἶχε πετάξει χωρὶς τὸν παραμικρὸ δισταγμό, ὅτι τῆς ἔφερνε βάρος καὶ ἀλαφρωμένη ἂπ ὅλους, ἄνοιξε τὰ φτερὰ τῆς ἐπιτέλους γιὰ μία νέα ζωὴ μὲ τὸν ‘’τυχερὸ’’ Σταῦρο! Ὁ Γιῶργος στὸ νοσοκομεῖο, ἀπελπισμένος καὶ μόνος, ἐγκαταλελειμμένος καὶ προδομένος ἀπὸ γυναίκα καὶ φίλο, δὲν ἦταν ἀκόμα σὲ θέση νὰ ἀξιολογήσει τὴν καλή του τύχη!
Ἕνα ἄσμα τοῦ Γούναρη ἔμελλε νὰ γίνει ὁ ὕμνος του πρὸς τὴν ἐλευθερία! «Αὐτὸς ὁ ἄλλος ποῦ σὲ πῆρε ἀπὸ μένα καὶ ἔγινε θρῆνος, εἶναι ὁ καλύτερός μου φίλος..» 
Ἦταν μόνο ἡ γιαγιὰ ἐκεῖ, ποῦ μουρμούραγε ἀδιάκοπα, χωρὶς νὰ καταλαβαίνει, οὔτε τί λέει, οὔτε τὸ γιατί.
Τὸ σπίτι τῆς γιαγιᾶς ἦταν καλύτερο. Ἡ μοναδικὴ κάμαρα στὸ βάθος μίας αὐλῆς καὶ καμπινὲ φυσικὰ ἀπ’ ἔξω! Ἢ αὐλὴ ἦταν ὅλη δική της, στρωμένη μὲ κόκκινα καὶ ἄσπρα πλακάκια. Οὔτε ἕνα σπασμένο! Μπροστὰ ὅμως, εἶχε ἕνα ὄμορφο σπίτι μεγάλο. Ἦταν ὑης Ἀντριάνας, μίας ἀπὸ τῆς 7 ἀδελφές της, ποῦ εἶχε τὴν καλοσύνη νὰ τῆς παραχωρήσει τὸ δωμάτιο στὴν αὐλή. Στὸ μεγάλο σπίτι ὅμως δὲν ἔμπαινε ποτέ. Ἂν καὶ ἀδελφές, οἱ σχέσεις τους, ἦταν ἀνύπαρκτες, χειρότερα κι ἀπὸ ξένες.
Στὸ δωμάτιο, εἶχε ἕνα τραπέζι καὶ τρία κρεβάτια μὲ στρίποδα καὶ τάβλες.
Τὸ στρῶμα σκληρὸ ἀπὸ τζίβα, τὸ ἴδιο καὶ τὰ μαξιλάρια.
Ἀντὶ γιὰ σεντόνια ἡ Φώτω, χρησιμοποιοῦσε κουρελοῦδες, γιὰ λιγότερο πλύσιμο! Πάνω στὸ τραπέζι ἀντὶ γιὰ τραπεζομάντιλο, ἕνα χαρτόνι, γιὰ λιγότερο πλύσιμο! Εἶχε πρόβλημα μὲ τὸ νερὸ ἡ κυρὰ Φώτω, ἀκόμα καὶ σ’ αὐτὸ ἦταν τσιγκούνα…
Στὸ παράθυρο ἁπλωμένες οἱ ντομάτες στὴ σειρά. Τὸ φανάρι  κρεμασμένο στὸν τοῖχο νὰ προστατεύει τὰ λιγοστὰ τρόφιμα ἀπὸ τὰ ἔντομα.
Ἑτοίμαζε φαΐ ἡ γιαγιά, ὅταν γύρισε ἀπ’ τὴν δουλειά, μουντζουρωμένος ὁ γιός της. Δούλευε σὲ μηχανουργεῖο.  Δὲν γύρισε ὅμως νὰ κοιτάξει τὴν μικρή, ἔστω ἀπὸ περιέργεια!  Πάντα εἶχε τὴν ὑποψία ὅτι ἦταν ἀόρατη!
Ἡ μικρὴ χάρηκε ποῦ τὸν εἶδε, νόμιζε μία κι ἦταν νέος, θὰ ἦταν ζωντανός!
Ἡ γιαγιὰ ἦταν βαρετή, μὰ πολὺ σύντομα κατάλαβε πῶς κι ὁ Χρίστος ἦταν ἴδιος, ἀμίλητος κι ἀγέλαστος σὰν τὴν μάνα του καὶ ἂς ἦταν  μόνο 20 χρονῶν.
Οὔτε ἐκείνη τὴν ἡμέρα οὔτε τὶς ἑπόμενες τὴν εἶδε ποτέ. Οὔτε ἡ γιαγιὰ τὴν ἔβλεπε. Οἱ πιὸ προσφιλεῖς ἐκφράσεις τῆς γιαγιᾶς πρὸς τὴν μικρὴ ἦταν, «Θὰ σοὺ δώσω μιὰ νὰ πᾶς κορῶνα, γράμματα.» ἢ «Θὰ σοὺ δώσω μιὰ μπούφλα νὰ πᾶς στὴν Κούλουρη.» Ἀπειλὲς ποῦ ὅμως δὲν πραγματοποιοῦσε, ἄγνωστο γιατί. Τώρα δὲν εἶχε πιὰ πολλοὺς νὰ παρατηρεῖ καὶ νὰ ἀκούει στὴν ἔρημη αὐλή. Μόνο τὴν μονότονη καὶ ἀκατανόητη μουρμούρα τῆς Φῶτος. Ὅταν ὅμως ἡ γιαγιὰ ἔφευγε γιὰ τὴν δουλειά, ἔμενε μόνη  καὶ ἡ αὐλὴ τότε γινόταν ἕνας ἀτέλειωτος παράδεισος ἠρεμίας!
Ἡ Χρυσούλα δὲν ξανάρθε. Ὃ Γιῶργος ἔμεινε πολὺ καιρὸ στὸ νοσοκομεῖο.
Ἡ γυναίκα του, πῆγε μία φορὰ μόνο, στολισμένη, ὄχι βέβαια γιὰ νὰ δεῖ τί κάνει, ἢ ἂν ἐπέζησε, μὰ νὰ τοῦ πεῖ γιὰ τὸ διαζύγιο. Τώρα ἔμενε πιὰ μὲ τὸν Σταῦρο!
This entry was posted in Βιβλία. Bookmark the permalink.

2 Responses to Μαθήματα αγάπης συνέχεια Σελίς 5

  1. Ο/Η Αλέξανδρος λέει:

    όμορφο… αν και ολίγον καταθλιπτικό…
    καλό βράδυ….

  2. Ο/Η Μαίρη λέει:

    Πολύ σύντομα θα αλλάξει!  Είναι απαραίτητο για την συνέχεια, δεν μπορούσα να το αποφύγω?

Σχολιάστε