Σελίδα 4

Σελις 4 (Συνέχεια απο το βιβλίο Ναθήματα αγάπης)
 
 
Πάνω ποῦ μετανοιωμένη ὀνειρευόταν νὰ ἀνοίξει τὰ φτερά της καὶ νὰ πετάξει, μακριὰ ἀπὸ τὴν αὐλὴ καὶ τὸν Γιῶργο, τὴν βρῆκε τὸ κακό. Ἔμεινε ἔγκυος….
Μαύρη ἀπελπισία. Ποῦ νὰ πεῖ τὸν πόνο της καὶ ποιὸς νὰ τὴν καταλάβει; Μὰ καὶ ὁ Γιῶργος δὲν χάρηκε καθόλου. Μία χαρὰ ἦταν οἱ δύο τους, τί νὰ τὸ κάνουν ἕνα παιδί. Ποιὸς εἶχε ὄρεξη γιὰ μπελάδες;
Ἔκλαψε γιὰ τὸ κακὸ ποῦ τὴν βρῆκε, μὰ τὸ γέννησε, ἤθελε δὲν ἤθελε…..
               
                         Ἕνα μοιραῖο λάθος!
Κατὰ λάθος γεννήθηκε τὸ ταλαίπωρο, ἀπὸ ἀπροσεξία, ἦταν καὶ κορίτσι… Ποιὸς τὰ ἤθελε τὰ κορίτσια; Μπελὰς ἦταν. Γραμμάτια! Ἔτσι τὰ ἔλεγαν. Γιὰ τὴν Χρυσούλα καὶ τὸν Γιῶργο ἦταν καταδίκη, ἕνα ἀνυπόφορο βάρος, ποῦ εὔχονταν νύχτα μέρα νὰ τοὺς ἀπαλλάξει  ἂπ αὐτὸ ὁ ἐλεήμων θεός! Χιλιάδες ἔπαιρνε κάθε μέρα, ἕνα ἀκόμα τί θὰ ἔβλαφτε τὸν πανάγαθο;  Ἀλλιῶς εἶναι νὰ στὸ παίρνει ἐκεῖνος, ἔχεις ἄλλοθι καὶ ἥσυχη συνείδηση! Δικό του ἦταν καὶ τὸ πῆρε!
Κάθε καλὸς χριστιανὸς τὴν ἔχει πεῖ τούτη τὴ φράση!
Μία μέρα ὁ Γιῶργος, γύρισε στὸ σπίτι μὲ ἕναν φίλο ποῦ τὸν συνάντησε τυχαία στὸ δρόμο. Εἶχαν χρόνια νὰ εἰδωθοῦν καὶ τὸν ἔφερε νὰ τὰ ποῦνε. Νὰ ἔβλεπε καὶ τὸ καμαράκι δεξιὰ ἀπὸ τὴν σιδερένια ἐξώπορτα ποῦ ξενοικιάστηκε. Ἔμενε ἕνας γέρος  ἐκεῖ, πέθανε καὶ ἀδείασε. Τοῦ  τὸ ἔδειξε. Μικρὸ βέβαια, 2 ἐπὶ 1, μὰ  εἶχε παράθυρο στὸ δρόμο! Ἡ πόρτα ἔβλεπε στὴν αὐλή, κομμένη στὰ δύο, γινόταν καὶ παράθυρο!  Ὁ Σταῦρος τὸ δέχθηκε προσωρινά, μέχρι νὰ βρεῖ καλλίτερο…. Ὅμως αὐτὸς δὲν ἐμοίαζε μὲ τοὺς ἄλλους. Ἦταν καλοντυμένος καὶ ὄμορφος!
Εἶχε βάλει μέσο νὰ διοριστεῖ στὸ δημόσιο. Σ’ αὐτὸ θὰ τὸν βοηθοῦσε καὶ ὁ Γιῶργος. Βλέπεις ὁ Σταῦρος εἶχε τελειώσει γυμνάσιο ἤξερε γράμματα!
Ὁ ὄμορφος νοικάρης, ἐγκαταστάθηκε στὴν αὐλὴ καὶ πολὺ σύντομα διορίστηκε στὴν τροφοδοσία τῶν φυλακῶν. Μέχρι τότε τὸν συντηροῦσε ὁ Γιῶργος κουτσὰ στραβά…. Ἕνα πιάτο φαΐ, τὸ μοιραζόντουσαν.
Αὐτὸς ἐμοίαζε νὰ ἔχει τὶς προϋποθέσεις ποῦ χρειαζόταν ἡ Χρυσούλα. Ὅπως καὶ νὰ τὸ δεῖς ἦταν καλλίτερος ἀπὸ τὸν Γιῶργο, εἶχε μόνιμη δουλειὰ στὸ δημόσιο!  Θὰ μποροῦσε νὰ τῆς δώσει ὅλα αὐτὰ ποῦ ὀνειρευόταν. Γιατί νὰ μὴ δοκιμάσει; Προσγειωμένη, πρακτική, ἀποφασισμένη, χωρὶς ἀνόητους συναισθηματισμοὺς καὶ ἠθικὲς ἀναστολές, ἄρχισε τὴν πολιορκία. Δὲν ἦταν δύσκολο.
Ὁ Σταῦρος παραδόθηκε ἀμαχητὶ στὴ γοητεία της! Καλὰ νὰ πάθει!
Τὸ αἴσθημα, ἄρχισε ἀπὸ τὰ μάτια! Πολὺ γρήγορα, ὁ ἔρωτας τῆς Χρυσούλας καὶ τοῦ Σταύρου ἔγινε ἡφαίστειο! Πῆρε φωτιὰ ὅλη ἡ γειτονιά! Βρῆκαν κάτι νὰ λένε! Μόνο ὁ Γιῶργος δὲν ἤθελε νὰ καταλάβει τίποτα. Ἐθελοτυφλοῦσε, ἀδύναμος νὰ πάρει καὶ τὴν πιὸ ἀσήμαντη ἀπόφαση στὴν ζωή του. Μήπως ἦταν ὁ μοναδικός;
Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι αὐτὸ κάνουν. Κλείνουν τὰ μάτια, δέχονται τὰ πάντα μοιρολατρικὰ χωρὶς καμιὰ ἀντίσταση. Ἡ μόνη ἐλπίδα τοὺς ἕνα θαῦμα, ἕνας ἅγιος, ἕνας θεός, κάποιος τέλος πάντων νὰ ἀναλάβει τὴν εὐθύνη τῆς ἀδυναμίας καὶ τῆς δειλίας τους. Ἦταν δειλός.
Μὲ τὴν μικρή, κανεὶς δὲν εἶχε διάθεση νὰ ἀσχοληθεῖ, ἀλλὰ οὔτε χρόνο, ἀκόμα καὶ γιὰ τὰ ἀναγκαία. Ἦταν ἕνας μπελὰς ἀνεπιθύμητος στὴ ζωή τους.
Περιεφέρετο ἀσκόπως μὲ τὰ ἀσταθῆ της βήματα, στὰ σπασμένα πλακάκια τῆς αὐλῆς, μὲ τὰ ἀπόνερα. Οἱ ἄλλες γυναῖκες, (τῆς αὐλῆς,) εἶχαν τὶς δικές τους ἔννοιες καὶ βάσανα, εἶχαν τὰ δικά τους παιδιά, ποῦ τὶς πιὸ πολλὲς φορές, τὰ ἀντιμετώπιζαν μὲ τὸν ἴδιο ἀδιάφορο τρόπο.
Οὔτε γιὰ μία στιγμὴ δὲν πέρασε ἀπὸ τὸ μυαλό τους, οὔτε τοὺς ἐνοίαζε, πῶς αὐτὸ τὸ μωρό, παρατηρεῖ, βλέπει, ἀκούει καὶ καταγράφει τὰ πάντα στὴ μνήμη του, σὰν μοναδικὴ διέξοδο στὴν ἀπομόνωση ποῦ ζοῦσε. Σιωπηλός, ἀόρατος μάρτυς, κατέγραφε εἰκόνες καὶ τὰ λεγόμενα τῶν ἀνυποψίαστων μεγάλων, μία καὶ ἦταν ἡ μοναδική της διασκέδαση καὶ ἀπασχόληση! Ἀκριβῶς ἔτσι ὅπως μεγαλώνουν τὰ σημερινὰ παιδιά,  μόνα τους, καθηλωμένα , ἀόρατα καὶ ἀπαθῆ, μπρὸς σὲ μία μικρὴ ὀθόνη. Κανεὶς δὲν εἶχε ἀκούσει τὴν φωνὴ ἢ τὸ κλάμα της!
    «Τί ἥσυχο παιδί, δὲν κλαίει ποτέ!  Εἶναι σὰν  νὰ μὴν ὑπάρχει!»
Ἦταν ἔκπληξη γιὰ τὴν μικρὴ χαρὰ μεγάλη, ὅταν ἡ Χρυσούλα, ἔβαζε τὴν σκάφη στὴ μέση του δωματίου γιὰ νὰ τὴν κάνει μπάνιο! Μετὰ τὴν ἀκουμποῦσε στὸ μεγάλο σιδερένιο κρεβάτι, τυλιγμένη ἀκόμα μὲ τὴν πετσέτα.
Κρατιόταν ἀπὸ τὰ κάγκελα καὶ ἔπαιζε μὲ τὶς μπρούτζινες μπάλες ποῦ εἶχε στὶς ἄκρες του, παρατηρώντας τὴν, νὰ  μαζεύει τὴν σκάφη καὶ τοὺς κουβάδες.
Μὲ τὸ ἴδιο νερὸ μετά, σφουγγάριζε τὸ δωμάτιο. Ξαφνικὰ τὰ πλακάκια, γίνονταν γυαλιστερά, κόκκινα καὶ ἄσπρα! Ἀφοῦ τελείωνε τὴν ἕντυνε. Αὐτὸ ἦταν! Τίποτα ἄλλο, μία ἀγγαρεία τελείωσε, μία ὑποχρέωση. Τὴν ἄλλη ἑβδομάδα πάλι θὰ τὴν ἄγγιζε! Δὲν εἶχε χρόνο, ἡ ζωὴ τῆς ἔτρεχε, ἔπρεπε νὰ βιασθεῖ, νὰ τὴν ζήσει.
Στὸ διπλανὸ δωμάτιο τοῦ Σταύρου σὲ ἕνα πιὸ μικρὸ ἀκόμα, ἔμενε ἡ Λία.
Μία γυναίκα ποῦ ζοῦσε μόνη. Ἦταν μοδίστρα σὲ θεατρίνες. Ἔφερνε ροῦχα ἀπὸ τὸ θέατρο, τὰ ἕραβε, τὰ σιδέρωνε  καὶ τὰ καθάριζε. Εἶχε ἕναν μεγάλο καθρέφτη στὸ δωματιάκι!  Ἡ Χρυσούλα πάντα ἐκεῖ ἦταν. Δοκίμαζε τὰ ροῦχα, καμάρωνε στὸν καθρέφτη κι ὅλο λέγανε γιὰ μεγάλους ἠθοποιοὺς καὶ γιὰ τὴν λαμπερὴ ζωή τους. Καμιὰ φορᾶ ἔρχονταν στὴν αὐλή, γυναῖκες τοῦ θεάτρου γιὰ πρόβα καὶ ὅλη ἡ αὐλὴ ἦταν στὸ πόδι ἀπὸ τὸ γεγονός! Τὸ πρόσωπο τῆς Χρυσούλας ἔλαμπε τότε καὶ ἐπαναλάμβανε κάθε φορᾶ! «Αὐτὴ εἶναι ζωὴ γιὰ μένα! »
This entry was posted in Αταξινόμητα. Bookmark the permalink.

Σχολιάστε