Αφιέρωμα στον Νικόλα Άσιμο

“Κι αν τα τρένα τρέχουν σε γραμμές, τα άστρα καβαλάνε οι ψυχές…”: μικρή αναφορά στο Νικόλα Άσιμο.

By Δημήτρης

Εν αρχή ήν η τελεία, η τέλεια τελεία

   

Σημαιοφόρος
κατά την παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου 1960. Φωτ. αρχείο οικ. Δ.
Ασημόπουλου. Γ. Ι. Αλλαμανή "Δίχως Καβάντζα Καμιά – Βίος και Πολιτεία
του Νικόλα Άσιμου". Αργότερα θα γράψει το "Παράτα το σχολειό"…

Ο Νικόλας Άσιμος ήταν ένας ιδιόρρυθμος άνθρωπος που κινούνταν συχνά στα όρια των καταστάσεων που ζούσε. Τα βιογραφικά του είναι λίγο πολύ γνωστά.
Ο Άσιμος εμφανίζεται  πλέον ως σύμβολο και ως τέτοιο επιδέχεται
διάφορες αναγνώσεις, ανάλογα με τις διαθέσεις, τα γόυστα και
ενδεχομένως τις σκοπιμότητες  του καθενός.  Πρόσφατα μάλιστα
εβδομαδιαία εφημερίδα διένειμε έναν ολόκληρο δίσκο του: η καταναλωτική
κοινωνία μπορεί πλέον άνετα να πουλάει, σχεδόν να χαρίζει, την ίδια της
την αμφισβήτηση. Ο Νικόλας άντεξε στο χρόνο και τους καιρούς, τέτοια
‘’δημοσιότητα» δεν θα μπορούσε να ποτε να τη φανταστεί, πέρασε σχεδόν
στο χώρο του μύθου και του θρύλου.’Ετσι γίνεται συνήθως, οι μύθοι
λειτουργούν συνεκτικά, ακόμη και για άτομα ή συλλογικότητες που
ευαγγελίζονται την «απομύθευση» του κόσμου, αυτά όμως είναι μια άλλη
ιστορία…

   

Τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει τις φωνές  των πεινασμένων

Στην
αντιπυρηνική εκδήλωση για το Τσερνομπίλ, ο Νικόλας λέει δυο λόγια πριν
ανέβει στη σκηνή να τραγουδήσει. Χαλκίδα, τέλη Απριλίου 1986. Φωτ.
αγνώστου – αρχείο Ανδρέα Ρουμελιώτη. Γ. Ι. Αλλαμανή "Δίχως Καβάντζα
Καμιά – Βίος και Πολιτεία του Νικόλα Άσιμου"

Θαρρώ πώς ο Νικόλας ήταν απο τους
κορυφαίους στιχουργούς της γενιάς του, απλώς η αιρετική του τοποθέτηση
καθώς και το γεγονός ότι δεν ηχογράφησε τα καλύτερα τραγούδια του είναι
κυρίως οι λόγοι που δεν καταξιώθηκε ως τέτοιος. Θα σαλπίσει κάποτε
σχεδόν επαναστατικά αντιπολεμικά εμβατήρια με μια ζωντάνια που σπάνια
συναντάει πια κανείς στις άναρθρες κραυγές μίσους πολλών
“αντιεξουσιαστών”.  Ο Νικόλας πρώτα αγάπησε τη ζωή και μετά «μίσησε» το
σύστημα και  τους «νομοθέτες της ευτυχίας», το αντίστροφο μου φαίνεται
 λιγάκι προβληματικό και άγονο.

Αναρχικός, αντιεξουσιάστης ή επαναστάτης   έγραψε ένα από τα
ωραιότερο και, μάλλον …λενινιστικότερα αντιπολεμικά τραγούδια, στους
ρυθμούς της Διεθνούς. Έγραφε ο «συνθέτης ανατρεπτικών τραγουδιών»:

Τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει τις φωνές  των πεινασμένων

Τις φωνές των σκλαβωμένων που διψάν για λευτεριά

που διψάν αδελφοσύνη, που διψάνε λευτεριά

Τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει το διάβα μας

της γης οι προλετάριοι σαν βρούνε τους οχτρούς τους

δεν κάνουν βήμα πίσω.

Ο καιρός είναι μαζί μας

κι η επανάσταση θα γίνει

Κάθε μικρούλα σπίθα φουντώνει σε φωτιά.

[…]

τα τουφέκια μας τα θέμε για τα στήθια τα δικά σας

κι οι λαοί αδελφωμένοι θα σας στήσουνε στον τοίχο

Και με ολίγη από Μάο Τσε Τουνγκ παρακάτω:

Κάτω το κεφάλαιο, ρε   κάτω  η δουλειά,

η επανάσταση θα γίνει το μεγάλο άλμα για τη λευτεριά

[….]

Τους καθοδηγητάδες της κρεμάει η εργατιά

η επανάσταση μας θα γίνει,

θα γίνει

το μεγάλο άλμα για τη λευτεριά.

(Κάπως αυθαίρετα έχω βάλει κάποια σημεία στίξης, αγνοώ την ακριβή μορφή των στίχων, ολόκληρο ακούγεται

   

Ξαπλώνοντας
με στρώμα θαλάσσης καταμεσής στο δρόμο, εμποδίζοντας την διέλευση των
οχημάτων. Στα χέρια του κρατάει ένα παιδικό πιστόλι και ένα φτερό για
ξεσκόνισμα! Οκτώβριος του 1981. Φωτ. αρχείο οικ. Δ. Ασημόπουλου. Γ. Ι.
Αλλαμανή "Δίχως Καβάντζα Καμιά – Βίος και Πολιτεία του Νικόλα Άσιμου"

Ο Άσιμος ήταν βαθιά πολιτικοποιημένος
και γνώστης των ιδεολογικών και πολιτιkών πραγμάτων της εποχής του, σε
συνέντευξη του στο περιοδικό … «Φαντάζιο» έλεγε : «Όσο
για μένα, από χρόνια τώρα γράφω μουσική και στίχους, προσπαθώντας να
θέσω τη δουλειά μου στην υπηρεσία του ιδεολογικοπολιτικού μου πιστεύω.»

Κουβαλάει στις βαλίτσες του τον πολιτικό ριζοσπαστισμό της δεκαετίας
του 70 μαζί με μια βαθιά ανθρωπογνωσία. Οι φοίτηση του στη Φιλοσοφική
σχολή φαίνεται να άνοιξε τους ορίζοντες του σε όλα τα επίπεδα. Κινείται
με σχεδόν ποιητική άνεση ανάμεσα στην κοζανίτικη αργκό, την
αριστερίστική φρασεολόγία, την ακαδημαική γλώσσα, τη δημώδη προφορική
λαική παράδοση και τους λόγιους τύπους. Το σύνολο δεν είναι ποτέ
βεβαίως άθροισμα των μερών του, κατα πώς λενε οι σημειολόγοι, ωστόσο
έχει ίσως  σημασία να εντοπίσουμε κάποια λεξιλογικά και άλλα
πολιτισμικά φορτία στους στίχους του. Γράφει λ.χ. στο Ρωμηό και στον
“Παπά”:


Κι άλλο ένα ξέρω παραμύθι.
Τα μαύρα χρόνια ο δύσμοιρος Ρωμιός
Πως εγελάσθη αμέτρητες φορές
Κι ωσότου να του λείψει το φαΐ
Εκοιμάτω.Από τη μια το θάρρος θαυμάζω
Της γυναίκας του Λωτ και του Ρωμιού
Κιούπι γιομάτο με λαρδί του τάζω.

[…]

   

Εγώ κι εσείς, εσείς κι εγώ τραβάμε για το Βόλο
Το άλογό μας χλώμιασε τ’ αφήσαμε στο δρόμο.
Ήταν μαζί ο Σταύρακας και ο Στρατής ο Λιόγκας
Είχαμε το θεό βοηθό και στο φλασκί μας το νερό.

[…]

   

Θέμε όλοι, θέλουμε όλοι του παπά μας το περβόλι
Κατουράμε τη βδομάδα δυο φορές την πρασινάδα
Να μαράνει το περβόλι και να μπούμε μέσα όλοι
Να κρεμάσουμε λαμπάδα στου παπά μας τη φοράδα.

[…]

Συμμετέχοντας
σε διαδήλωση-παρέλαση στα Προπύλαια, κουβαλώντας ένα πλακάτ στην πλάτη
και παίζοντας μπουζούκι. Πιθανώς στα 1983-84. Φωτ. αρχείο οικ. Δ.
Ασημόπουλου. Γ. Ι. Αλλαμανή "Δίχως Καβάντζα Καμιά – Βίος και Πολιτεία
του Νικόλα Άσιμου

   Εμφανίζεται ακόμη να τραγουδάει κάλαντα
στο παρακάτω ντοκουμέντο από την ταινία «Άλλος για τον κορυδαλλό /Τα
βαποράκια» το οποίο εντόπισα ψάχνοντας στο YouTube.

   

Έπαιξε ακόμη σε μια σκηνή από το σουρεαλιστικό «Δράκουλα των Εξαρχείων», μαζί με το Τζίμη Πανούση.

   

Τραγούδησε ακόμη και τον καημό της ξενιτιάς, στο γνωστό «Πιάστηκα σκοινί κορδόνι»,
μαζί με τους ολίγον αθυρόστομους  στίχους που κόπηκαν όταν το τραγούδι
κυκλοφόρησε αργότερα σε δίσκο. Σταχυολογώ ακόμη από το χρησιμότατο στίχοι.gr:

   

[…]

Δεν έχω μάθει να σωπαίνω

Δεν έχω μάθει να γελώ

Να σ’ αρνηθώ δεν προλαβαίνω

Δε θέλω να σε ματαϊδώ.

[…]

Και αλλού:

Αρνήθηκα πολλά για το χατίρι σου

Πάρα πολλά

Δεν ξαναπίνω πια απ’ το ποτήρι σου

Ούτε γουλιά

Έλεος δε ζητώ ποτέ, παλιόκοσμε

Δε μοιάζουμε κι αν θέλεις ξαναχώσε με

Στις φυλακές

Που είναι για τους ασώματους

Βαρέθηκα να βλέπω τέτοιους κόμματους

Μου το ‘χες τάξει, το θυμάμαι

Πως θε να γίνουν αλλαγές

Μα ως πότε αυτοί που αγαπάνε

Θα σου γιατρεύουν τις πληγές.


Η
καλαίσθητη αυτή αφίσα, από τον Γρηγόρη Λιόλη (;), συνόδευε την
παρουσίαση από το βιβλιοπωλείο "Απρόβλεπτο" και τις εκδόσεις
"Βιβλιοπέλαγος", του επανεκδοθέντος βιβλίου του Νικόλα "Αναζητώντας
Κροκανθρώπους", την Παρασκευή 29 Μαρτίου 2002.

Τραγούδησε ακόμη στίχους του Γιάννη Σκαρίμπα, ένα πραγματικά υπέροχο τραγούδι.

   

Ο Νικόλας δεν «ξεχάστηκε» βεβαίως από η δεκαετία του 60, ούτε ήταν απλώς ένας «χίπις» που ξέμεινε, όπως αφελώς έγραψε μια εφημερίδα,

μάλλον «γύρισε» από τη δεκαετία του 2010 και βάλε. Ο άνθρωπος ζούσε στην Ελλάδα της αντιπαροχής,

   


κι όμως «είδε»,  έγραψε και τραγούδησε το «Ξερνάω τη μπαταρία»

   

τριάντα χρόνια πριν από τις συνεχιζόμενες μαζικές αυτοκτονίες των σύγχρονων προλετάριων στην καρδιά της «αναπτυγμένης» Δύσης.. Το τραγούδι διασκεύασαν και οι Magic de Spell.

   

Τα χάπια «χρυσώθηκαν» πολύ από
τότε, κι ο Νικόλας ήταν από του λίγους της γενιάς του που είχε το
τραγικό προνόμιο να το καταλάβει. Τα «πασόκια» που έρχονται, κοντά
τριάντα χρόνια,  «εξ ευωνύμων», τα «βλαχαδερά»

   

που δεν παντρεύονται  γιατί ονειρεύονται κότερα, οι στίχοι για τα «περιβόλια του παπά»

   

και άλλα πολλά ήταν κουβέντες σχεδόν προφητικές. Ο Νικόλας είδε πρώτος και με τρόπο μοναδικό τον αριστερό οικονόμο νοικοκύρη       

που λάδωσε το αντεράκι του με την αλλαγή, δηλώνει, πλέον, «ιδιότητα,» «καταναλώνει ταυτότητα»
και «μας στερεί τον ήλιο», για να μη γράψω τίποτα χειρότερο. Διάβασε
πίσω από τους εργατικού μύθους της εποχής, και τον περιρέοντα
…φελινισμό. Ντόμπρα, λαϊκά και τσεκουράτα θα γράψει:

   

«Μου ‘γινες και φελινιακιά

θα ζεματιστεις και θα ναι αργά»

και

«Μου την έπεσες στα ούζα με την αλλαγή

Και μου κόλλησες βεντούζα βρε κομμουνιστή

Την έχεις δέσει τη γαϊδάρα σου και συ

Συντηρητική παπάρα κουκουέδικη»

   

Στίχους σαν τους προηγούμενους μια ορισμένη αριστερά δε θα τους
συγχωρήσει ποτέ, κατατάσσοντας τον στους περιθωριακούς ή τους
«ατομιστές» στην καλύτερη περίπτωση.

Αυτά τα λίγα για το Νικόλα και   τον κάθε μπρούντζινο Ρωμιό»

1. Ο
Μηχανισμός

2. Ο Ρωμιός

 

Ο
Μηχανισμός

Με
πείσανε να γίνω ρεβιζιονιστής

Και να γυρίσω δίσκο

Θα ‘ρθει όμως
καιρός που κι εσύ θε να
πειστείς
Πως έτσι δεν τη
βρίσκω.

Τι θα
κάνω ήτανε γραφτό
Θέλω δεν το θέλω
ότι τραγουδώ
Να το πουλώ να ζήσω

Όταν πάω στον
παραγωγό
Πρέπει να βολέψω
έτσι το γραφτό
Να του γυαλίσει,
για να το πουλήσει
Να ‘χει σαλέπι, για
να σας αρέσει
Να έχει θέμα με
έρωτα και αίμα
Να είναι λόγια,
λόγια κομπολόγια
Να σας καλοκαρδίσω

Για να σας
γαλουχήσω.

Κι από
χρέος συναδελφικό
Να χαμογελάω στο
κοινό
Να του σαλεύω για
να το μερεύω
Να του σφυρίζω να
το νανουρίζω
Να το φουντώνω να
το ξεφουσκώνω
Και στην κομμούνα
να είμαι οπορτούνα
Για να σας εκτονώνω

Με πλαίσιο το νόμο.

Δουλειά
σου είναι μούπανε να κρύβεις τα
τρωτά
Των καθιερωμένων

Για να
διατηρήσουμε τα οικονομικά

Των ευαρεστημένων.

Σιγουριά
και δόξα το θεώ
Τα καλά στον
καπιταλισμό
Είναι πως έχει βίδα.

Άμα
πιάσεις το μηχανισμό
Από τ’ αυτιά τον
πιάνεις το λαγό
Τον Πελοπίδα τρως
με μια τσιμπίδα
Στην Παρθενόπη
χαρίζεις ένα τόπι
Και με τα χρόνια
γυρνάς μες στα σαλόνια
Ξεχνάς ποια μάνα σε
γένναε στο κλάμα
Και του εργάτη
καβάλλησες την πλάτη.
Μα θε να πει Αμάν
πια
Και πας ες τα
κομμάτια
Και άει στα
κομμάτια.

Με
πείσανε να γίνω ρεβιζιονιστής

Και να γυρίσω δίσκο

Θα ‘ρθει όμως
καιρός που κι εσύ θε να
πειστείς
Πως έτσι δεν τη
βρίσκω.

Ο Ρωμιός

Σπόρια
τσίχλες πωλώ καραμέλες σωρό

Τρέξτε πάρτε
παιδιά να χαρείτε
Κοκοράκι λαμπρό
γλυφιντζούρι γλυκό
Μαντολάτο εδώ θα τα
βρείτε.
Εδώ είν’ το βοτάνι
της αγάπης
Εδώ είναι που
κουρεύονται οι γριές
Εδώ κορδέλες,
καραμούζες καλές
Εδώ οι αφρικάνικες
πνοές.

Έχω και
αγαλματάκια
Χάρτινο τον
Ισμαϊλό (;)
Έξυπνα παραμυθάκια
καλέ
Για τον κάθε
μπρούντζινο Ρωμιό.

Ποιος
θε να ‘ρθει ρωτώ στο πανηγύρι
αυτό
Και δε θα γυρέψει ν’
αγοράσει
Τα πανέρια μου απ’
τα χέρια μου
Το χαρταετό του να
πετάξει
Εδώ αφέντηδες
ξεχνάτε
Ό,τι έχετε λυπητερό

Τα ταληράκια σας
πετάτε σε με
Να σας πω, να σας πω
τον τυχερό.

Πωπωπωπωπωπωπώ
αχ τι κακό τι κακό
Ω τι κόσμο θωρώ στο
πανηγύρι αυτό
Στο πανηγύρι αυτό,
στο πανηγύρι αυτό
Για τον κάθε
χάρτινο Ρωμιό.

Ξέρω,
ξέρω ένα παραμύθι που λέγεται

Πως στήλη άλατος
γένηκε του Λωτ η γυναίκα
Γιατί παράκουσε
τον κύριο θεό
Και γύρισε τα
Σόδομα και Γόμορα να δει
Που καιγόταν.

Κι άλλο
ένα ξέρω παραμύθι.
Τα μαύρα χρόνια ο
δύσμοιρος Ρωμιός
Πως εγελάσθη
αμέτρητες φορές
Κι ωσότου να του
λείψει το φαΐ
Εκοιμάτω.

Από τη
μια το θάρρος θαυμάζω
Της γυναίκας του
Λωτ και του Ρωμιού
Κιούπι γιομάτο με
λαρδί του τάζω.

Πωπωπωπωπωπωπώ
αχ τι κακό τι κακό
Ω τι κόσμο θωρώ στο
πανηγύρι αυτό
Στο πανηγύρι αυτό,
στο πανηγύρι αυτό
Για τον κάθε
χάρτινο Ρωμιό.

"Στον
Καθρέφτη σου ψυχή μου
καθρεφτίσου
μοναχή…"

 

 


This entry was posted in Μουσική. Bookmark the permalink.

Σχολιάστε